- θαυμαστικοί
- θαυμαστικόςinclined to wondermasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θαυμαστικός — ή, ό (AM θαυμαστικός, ή, όν) [θαυμαστής] αυτός που έχει διάθεση να θαυμάζει ή που συνηθίζει να θαυμάζει («οἱ δὲ θαυμαστικοὶ καὶ ἄκακοι μᾶλλον βλάπτονται», Πλούτ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το θαυμαστικό σημείο στίξεως (!) που μπαίνει στο τέλος… … Dictionary of Greek